κρυφιόπευστος

κρυφιόπευστος
κρυφιόπευστος (Μ)
αυτός που ερευνά κρυφά για να μάθει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύφιος + -πευστος (< πευστός < πυνθάνομαι), πρβλ. ά-πευστος, φιλό-πευστος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κρυφιοπευστώ — κρυφιοπευστῶ και δ. γρφ. κρυφιοπνευστῶ, έω (Μ) [κρυφιόπευστος] ερωτώ για να μάθω τα απόκρυφα, πληροφορούμαι τα κρύφια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”